Interview: I. Zafeiropoulos & S. Vogiatzis
Κύριε Ζαφειρόπουλε, η Mazars συμμετείχε στο Investment Forum που διοργάνωσε το Ελληνογαλλικό επιμελητήριο στο Παρίσι. Ποιες προσδοκίες δημιουργήθηκαν μετά από αυτό;
Το επενδυτικό forum που διοργάνωσε το Ελληνογαλλικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο στο Παρίσι τον Ιανουάριο, στο οποίο συμμετείχε και η Mazars ως χρυσός χορηγός, είχε εξαιρετική επιτυχία. Όχι μόνο από το ενδιαφέρον των ελληνικών εταιρειών οι οποίες συμμετείχαν, αλλά και το αντίστοιχο ενδιαφέρον που έδειξαν, οι γαλλικές επιχειρήσεις για την Ελλάδα, και το ενδιαφέρον της Γαλλικής κυβέρνησης δια των εκπροσώπων της στην διοργάνωση.
Η συγκεκριμένη στιγμή βέβαια με όσα συνέβαιναν στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο, με την Λιβύη, την υπογραφή του EastMed, σχέσεις με την γείτονα, ήταν η ευκαιρία που έψαχνε και η ελληνική κυβέρνηση να ζητήσει την ευρύτερη υποστήριξη της Γαλλικής κοινωνίας.
Αυτό το οποίο εκφράστηκε με τα πιο ένθερμα λόγια τόσο της Γαλλικής επιχειρηματικής κοινότητας, όσο και της κυβέρνησης, ήταν η αναγνώριση από όλους ότι η ελληνική οικονομία, επιτέλους εξέρχεται από την κρίση, ότι οι Γαλλικές επιχειρήσεις, βλέποντας μακροχρόνια παρέμειναν παρούσες και ενεργές σε όλη την διάρκεια της δεκαετίας και με τις όποιες συνθήκες επικρατούσαν εκείνη την στιγμή, έδειξαν πραγματικό ενδιαφέρον για νέες επενδύσεις.
Η Mazars με την παρουσία της στο forum σε υψηλό επίπεδο διαπίστωσε ότι υπάρχει άμεσο ενδιαφέρον των επιχειρήσεων για επενδύσεις στην Ενέργεια, σε υψηλή τεχνολογία και άμυνα, υποδομές και αποκρατικοποιήσεις, και ακόμα και σε χρηματοδότηση πιστώσεων εξαγωγικών επιχειρήσεων.
Υπάρχει όραμα για μια νέα Ευρώπη;
Ο Γάλλος Υπουργός κος Λεμέρ είχε την ευκαιρία να εκφράσει ένα νέο όραμα το οποίο απευθυνόταν προς τρεις κατευθύνσεις, Γάλλους, Έλληνες και Ευρωπαίους. Υπήρχε όμως μια κοινή βάση σε όλους. Ότι η κάθε χώρα ξεχωριστά και η Ευρώπη στο σύνολό της πρέπει να δράσει προς νέα κατεύθυνση. Οι Ευρωπαϊκές επιχειρήσεις υφίστανται πλέον ανταγωνισμό από κινεζικές επιχειρήσεις ανατολικά και από τις αμερικανικές δυτικά. Ως εκ τούτου, θα πρέπει δούμε την ανταγωνιστικότητά μας. Και ο τρόπος που θα επιτευχθεί αυτό είναι μέσα από τις συνεργασίες των επιχειρήσεων σε όλο τον Ευρωπαϊκό χώρο.
Σε επίπεδο οικονομίας, θα πρέπει να υπάρχει ένα ισχυρό σπρώξιμο, μια δυνατή ώθηση που θα επιτρέψει στην ευρωπαϊκή οικονομία να γίνει πιο παραγωγική. Και αυτό προϋποθέτει ότι θα πρέπει να ξεφύγουμε από το περιορισμό του ελλείματος στο 3,5%.
Θυμηθείτε βέβαια ότι αυτή η συζήτηση γινόταν τον Ιανουάριο. Εν τω μεταξύ, το χτύπημα που ήρθε στις οικονομίες λόγω του κορωνοϊού, ανάγκασε με τον πιο δύσκολο τρόπο να έρθει αυτή η συζήτηση στο τραπέζι και να ληφθούν οι αποφάσεις άμεσα.
Μιας και αναφερθήκατε στην τρέχουσες συνθήκες με τον κορωνοϊό, πώς βλέπετε τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας;
Δυστυχώς, από τις αρχές Μαρτίου, ζούμε μια νέα πραγματικότητα. Η Ελλάδα έχει βγει τραυματισμένη από την κρίση και τώρα έχει να αντιμετωπίσει ένα νέο πρόβλημα ακόμα μεγαλύτερο. Και ενώ την προηγούμενη δεκαετία η κρίση είχε χτυπήσει αρχικά τον κατασκευαστικό κλάδο και ακίνητα και στη συνέχεια τις τράπεζες, αλλά είχαμε σημαντικά στηριχθεί στον τουρισμό, τώρα δέχεται και αυτός ένα ισχυρότατο πλήγμα. Παρά το ότι αναμένεται η αντίδραση μέχρι το 2021, το χτύπημα θα είναι δραματικό. Το 50% του ΑΕΠ της Κρήτης, και το 70% των Ιονίων είναι τουριστικό. Με 750 χιλιάδες ανθρώπους του τουριστικού κλάδου άνεργους τον Αύγουστο, η ανεργία θα εκτοξευτεί πάνω από 35%. Θα δοκιμαστεί τόσο η ευελιξία της κυβέρνησης να ανταποκριθεί όσο και η ίδια η κοινωνία. Οι δε επιχειρήσεις θα πρέπει να στηριχθούν για να επιβιώσουν και την επόμενη μέρα, και να μην καταστραφεί παραγωγικό δυναμικό.
Κύριε Βογιατζή, με την δική σας προσέγγιση ως consultant, ποιες θεωρείτε ότι είναι οι 3 σημαντικότερες προκλήσεις που θα έχουν οι ελληνικές επιχειρήσεις μετά το τέλος της πανδημίας;
Στον κόσμο των επιχειρήσεων έχουμε δει πολλές φορές το νέο και καινοτόμο να αποτυγχάνει γιατί δεν υιοθετείται από το κοινό. Και αυτό γιατί υπάρχει μια έμφυτη τάση στον άνθρωπο να μην αποδέχεται την αλλαγή.
Η πανδημία όπως και κάθε κρίση δίνει μια αναπάντεχη ευκαιρία επανεξέτασης των διαδικασιών και απλοποίησής τους. Πρόκειται για μια έστω και δια της βίας επανεξέταση του τι είναι σημαντικό, τι προσθέτει όντως αξία και τι συνεισφέρει στο όραμα για ανάπτυξη με διάρκεια. Η ανάγκη του να υπάρχει ευελιξία αποφάσεων και δομών εμπεδώθηκε ακόμη και από τους πιο δύσπιστους. Μένει το να διατηρηθεί η κατανόηση της.
Ο κορωνοϊός επιβεβαίωσε ότι το κακό μπορεί να έρθει πολύ άμεσα και να έχει πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο από τον αναμενόμενο. Η ελληνική επιχείρηση δυστυχώς δεν ήταν προετοιμασμένη για τέτοιου είδους απειλές μιας και παραδοσιακά οι «άμυνες» ήταν προσανατολισμένες στην αντιμετώπιση του πολυδαίδαλου φορολογικού και ρυθμιστικού πλαισίου. Μόνο οι εισηγμένες και ελεγχόμενες από εποπτικά όργανα εταιρείες διέθεταν δομημένο και ελεγμένο σχέδιο επιχειρησιακής συνέχειας (business continuity plan). Η επόμενη μέρα επιτάσσει την σύνταξη ενός τέτοιου σχεδίου από όλες τις επιχειρήσεις ανεξαιρέτως. Σε αυτό θα είμαι απόλυτος. Η δικαιολογία του ότι ένα τέτοιο σχέδιο αφορά μόνο τους μεγάλους, έχει ως απάντηση το εξής ερώτημα: Πόσο μπορεί να αντέξει μια μικρο-μεσαία εταιρεία το να βρεθεί χωρίς συστήματα, γραφεία και προσωπικό από την μια μέρα στην άλλη;
Αυτή τη φορά, η πανδημία υπήρξε μια αναπάντεχη ευκαιρία επίσπευσης ψηφιακού αυτοματισμού και remote working, μάλιστα με τέτοια επιτυχία και ρυθμό εφαρμογής που δεν κατάφεραν ούτε προσεκτικά σχεδιασμένες ενέργειες του παρελθόντος. Ωστόσο ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι μια σύνθετη και διαρκής προσπάθεια και δεν εξαντλείται στην απομακρυσμένη εργασία και τα ψηφιακά meeting. Είναι αποτελεσματικός όταν δεν εγκαταλείπεται και επεκτείνεται στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό καθέτως στις επιχειρησιακές λειτουργίες. Αλλά το αποτέλεσμα ανταμείβει μιας και η ψηφιακή επιχείρηση αποδεικνύεται αειθαλής. Η δε κυβέρνηση άδραξε την ευκαιρία να επιταχύνει την μετάβαση σε ψηφιακή διακυβέρνηση. Αυτή η αρχή έχει γίνει. Ο νέος τρόπος εργασίας, η ψηφιακή οικονομία θα πρέπει να παραμείνουν και να γίνουν η νέα μας συνήθεια. Η νέα καθημερινότητα. Η ευκαιρία τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και το δημόσιο τομέα είναι τεράστια.