ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ: Η ΑΠΡΟΣΜΕΝΑ ΜΕΓΑΛΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ατέρμονη αναζήτηση μοντέλου ανάπτυξης και ταυτόχρονα θρηνεί εις ανάμνηση της χαμένης της βιομηχανίας. Ξεκινώντας από το τελευταίο, η ούτως ή αλλιώς ισχνή παραγωγή της χώρας δεν άντεξε, τόσο σε εσωτερικές διαχειριστικές αδυναμίες με σαφείς προεκτάσεις στην ποιότητα του τελικού προϊόντος, όσο και εξωτερικές πιέσεις του κόστους ενέργειας και πρώτων υλών που την οδήγησαν ταχύτατα σε μη ανταγωνιστική θέση. H Ελλάδα δεν ήταν όμως η μόνη χώρα στην οποία η βιομηχανία έχασε το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα. Το ίδιο και χειρότερο συνέβη σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία όπου έως τα τέλη του 1970 είχε απωλέσει το συντριπτικό ποσοστό της βιομηχανικής παραγωγής. Αρκεί να θυμηθούμε τα αγγλικά αυτοκίνητα, τις τηλεοράσεις και πολλά άλλα προϊόντα που έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την πάλαι ποτέ ακμάζουσα αμυντική βιομηχανία της. Ωστόσο, μεταξύ 1975 και 1995, η Βρετανική οικονομία είχε ήδη ισορροπήσει επιτυχώς σε ένα μοντέλο υπηρεσιών και τεχνολογίας με εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Στην ελληνική περίπτωση, οι επιλογές της ελληνικής οικονομίας ήταν παραδοσιακά προσανατολισμένες στο εμπόριο, την πρωτογενή παραγωγή και στον τουρισμό με τον τελευταίο να κερδίζει εντυπωσιακό έδαφος έναντι των άλλων επιλογών. Ωστόσο, ο τουρισμός και η αγροτική οικονομία παρουσιάζουν βασικά μειονεκτήματα και απέχουν σημαντικά από να χαρακτηριστούν «οι βαριές μας βιομηχανίες». Ο τουρισμός είναι εξαιρετικά ευαίσθητος σε εξωγενείς παράγοντες όπως οι κάθε είδους γεωπολιτικές αστάθειες και ατυχείς περιβαλλοντικές συγκυρίες, ενώ η πρωτογενής παραγωγή δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεφύγει από μια παραγωγή niche προϊόντων υποχρεωτικά σε μικρές ποσότητες και νομοτελειακά περιορισμένη εθνική οικονομική σημασία.
Δεδομένων των πλουτοπαραγωγικών πόρων της χώρας, των διεθνών συνθηκών και με επαρκείς δόσεις οικονομικού ρεαλισμού, την πραγματική μόχλευση της ελληνικής οικονομίας μπορεί να δώσει σχεδόν αποκλειστικά η τεχνολογία και ειδικότερα η τεχνολογία ανάπτυξης λογισμικού (software engineering).
Τα οφέλη είναι πολλαπλά και θα τονίσουμε τρία από τα σημαντικότερα:
- Η ζήτηση είναι διαρκώς αυξανόμενη παγκοσμίως.
- Δεν αποτελεί επένδυση εντάσεως κεφαλαίου.
- Δίνει την δυνατότητα ανάπτυξης περιοχών με χρόνια χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, χωρίς τουριστικό ενδιαφέρον και με έντονο δημογραφικό πρόβλημα.
Τα οφέλη σαφή, αλλά δεν λείπουν ποτέ και οι αναγκαίες προϋποθέσεις:
- Παιδεία προσανατολισμένη στην Πληροφορική. Ο προσανατολισμός έχει να κάνει κυρίως με το επίπεδο των προπτυχιακών σπουδών και της έρευνας.
- Φορολογικά κίνητρα για την προσέλκυση των διεθνών εταιρειών λογισμικού. Παρ’ ότι η προϋπόθεση αυτή δεν είναι απολύτως καθοριστική, θα συμβάλει στο να γίνει κατανοητή η έμπρακτη εθνική δέσμευση.
- Επαγγελματισμός και κορυφαία ποιότητα προϊόντος. Το ελληνικό λογισμικό θα πρέπει να αποκτήσει σταδιακά βιομηχανικού τύπου προδιαγραφές ποιότητας καθ’ ότι θα έχει να αντιμετωπίσει μια παράδοση δεκαετιών όπου τα ελληνικά προϊόντα γενικά, δεν ταυτίζονταν με αυτό που ο μέσος καταναλωτής κοινώς εννοούσε με τον όρο «ποιοτικό προϊόν».
Οι συνθήκες μοιάζουν κατάλληλες για μια προσπάθεια με αποτελέσματα διαρκείας.
Στέλιος Βογιατζής
Director, Consulting Services
Απρίλιος 2019
(To άρθρο δημοσιεύτηκε στην οικονομική εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ" μαζί με το "ΕΘΝΟΣ της Κυριακής" στις 28.07.2019)